- χλωρίζοντα
- χλωρίζωto be greenishpres part act neut nom/voc/acc plχλωρίζωto be greenishpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… … Dictionary of Greek